- ὑπονειμάμενον
- ὑπονέμομαιeat away beneathaor part mid masc acc sgὑπονέμομαιeat away beneathaor part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπονέμομαι — Α 1. βόσκω από κάτω ή κρυφά («ἔλαθεν πῡρ ὑπονειμάμενον», Ιπποκρ.) 2. μτφ. εξαπατώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέμομαι «βόσκω, τρώγω»] … Dictionary of Greek